• ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

    Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2012

    «Αν, λέω αν…» η ιστορία είχε ρόδες, θα ήταν πατίνι

    Γράφει ο Νίκος Δινόπουλος

    Με το κείμενο «Αν, λέω αν…» ο κ. Β. Π. Καραγιάννης, γνωστός λόγιος - διανοούμενος της περιοχής μας, παρεμβαίνει με αφορμή την επέτειο  της εξέγερσης του Πολυτεχνείου -φόρος τιμής στους νεκρούς και στους αγωνιστές του, με ένα κείμενο πρόκληση που αισθάνομαι την ανάγκη να πάρω θέση. 

    Στο κείμενό του ο κ. Β. Π. Καραγιάννης, αριθμεί τις «Παρά μία τεσσαράκοντα επετείους» της εξέγερσης και απαξιωτικά την αναφέρει ως ημέρα «του αγίου Πολυτεχνείου» και τους νεκρούς αγωνιστές τους αποκαλεί χυδαία ως «οσίους πολυτεχνίτες». Με ηρωισμό (;), μιας και δεν τον φοβίζει ο κίνδυνος «ραβδισμού» του -από ποιόν;-, αριθμεί τις επετείους και δεν μπαίνει στον κόπο να αριθμήσει τους νεκρούς του Πολυτεχνείου.

    Με τη λόγια γραφή του ο κ. Β. Π. Καραγιάννης φροντίζει να είναι ξεκάθαρη η ελιτίστικη αποστασιοποίησή του από την χυδαία πλέμπα, «κάτι γελοία πρόσωπα και οργανώσεις», την οποία επιπλήττει αυστηρά που ακόμα επιμένει «πως ο αγώνας εκείνος συνεχίζεται κι άλλες τέτοιες ιδεολογικές τρίχες».

    Όλα αυτά του προκαλούν «ναυτία ακατάσχετη χρόνια τώρα». Αμέσως μετά, αυτός ο αυστηρός και υπεράνω λόγιος – διανοούμενος, σπεύδει να μας γνωστοποιήσει πως «μόνον δύο τραγούδια το «Μιλώ» και «Χάρης» από τις «Αρκαδίες 1 7 8» του Μ. Θ. με [τον] αντέχουν». Ιεροσυλία θα πούμε εμείς τα «γελοία πρόσωπα και οργανώσεις», επί ματαίω όμως αφού τη διαπράτει ο ογκόλιθος της γνώσης και της σκέψης, ο λόγιος - διανοούμενος της περιοχής μας κ. Β. Π. Καραγιάννης, οπότε...

    Έξοχα! Ας είμαστε ευγνώμονες που έστω και αυτά τον «αντέχουν», θα μπορούσε να ήταν και χειρότερα: να μην υπάρχει τίποτα που να είναι σε θέση να «αντέξει» αυτόν τον γίγαντα της σκέψης και του λόγου της περιοχής μας!

    Το ισχυρό του χτύπημα ο κ. Β. Π. Καραγιάννης το δίνει στο υστερόγραφο, απ’ όπου και ο τίτλος του κειμένου του. Με μια σειρά «Αν» απαξιώνει τον αγώνα, την αντίσταση, την εξέγερση και τις θυσίες, και με καταπληκτικές νοητικές ακροβασίες χρεώνει «την κατακτημένη Κύπρο» και «κατ’ ακολουθίαν δε τη σημερινή χρεοκοπία» στο «συμπτωματικό εγκλεισμό εκεί μέσα των φοιτητών της Νομικής» που ανέκοψαν την  «ελεγχόμενη πολιτικοποίηση του καθεστώτος της Δικτατορίας».

    Παρ’ ότι δεν έχω τα προσόντα και τις γνώσεις του λόγιου – διανοούμενου κ. Β. Π. Καραγιάννη και ανήκοντας σ’ αυτούς που προσδιορίζει ως «γελοία πρόσωπα και οργανώσεις» που του προκαλούν «ναυτία ακατάσχετη χρόνια τώρα», του θυμίζω πως η ιστορία δεν γράφτηκε και δεν γράφεται με «Αν». Ως «γελοίο πρόσωπο» κατά τον κ. Β. Π. Καραγιάννη του θυμίζω και το ανέκδοτο –σε πληθώρα παραλλαγών- με τις ρόδες και το πατίνι ως δια ταύτα.

    Αρκούν αυτά για τον λόγιο – διανοούμενο κ. Β. Π. Καραγιάννη; Όχι! Γι αυτό και μας αποτελειώνει με το επιμύθιο υπό τύπον ερωτήματος, πλην όμως ως θέσφατο στο δια ταύτα: «Μήπως τελικά η ελευθερία που βιώσαμε ήταν αναντίστοιχη του τιμήματος που πληρώσαμε και πληρώνουμε στην κυριολεξία και μεταφορικά». 

    Γνωρίζει βέβαια ο λόγιος – διανοούμενος της περιοχής μας πως η διαστρέβλωση και η μισή αλήθεια είναι ένα ολόκληρο ψέμα και πως η στείρα πρόκληση ενός κειμένου δεν είναι ο «δρόμος που οδηγεί στην επιστήμη [πνευματική καλλιέργεια, στη μόρφωση, στην παίδευση, στην ευρυμάθεια]». Αυτός ο δρόμος «δεν είναι πλατιά λεωφόρος, και πιθανότητες να φτάσουν στις φωτεινές κορυφές της έχουν μόνο εκείνοι που δε φοβούνται να κουραστούν για να σκαρφαλώσουν στ’ απόκρημνα μονοπάτια της»… (Κάρλ Μάρξ Το Κεφάλαιο, Επιστολή Στον πολίτη Μωρίς Λασάτρ, από τον πρόλογο στη Γαλλική έκδοση).

    Μια ακόμα απάντηση στο κείμενο του λόγιου διανοούμενου κ  Β. Π. Καραγιάννη σε σχόλιο στο kozan.gr: 

    Ο/Η Ανώνυμος λέει:

    Θυμάσαι πως ήταν; Όχι ηρωισμούς· την αλήθεια: να σκύβεις το κεφάλι, να κάνεις πατσαβούρι την εφημερίδα για να μην δουν τι διαβάζεις, να μιλάς με κώδικα φτιαγμένο στο πόδι, πίσω από την πλάτη σου κάτι μαύρα σκονισμένα παπούτσια να σε ακολουθούν· κι ο παππούς σου που είχε κάνει στο βουνό (τι το ήθελε κι αυτός ο άνθρωπος;) και όχι Θεοδωράκη, αλλά αυτά τα ωραία γλυκερά του Κατσαρού να ακούς, που είναι ανώδυνα για το κοινό καλό. Την Κυριακή ποδόσφαιρο και αθλητική εφημερίδα· θα μιλήσουμε μόνο για Δομάζο, εντάξει;

    Από την Μπουμπουλίνας δεν περνάς, έχει ηλεκτρισμό η ατμόσφαιρα εκεί· κάτι έχει σαν μαγνήτης και σε τραβάει. Και στο σπίτι της θείας, μπροστά στο παραγεμισμένο κοτόπουλο με τις ξερές πατάτες, ο αγύρτης ο μικρός να μιλάει για επανάσταση· κλείσε τις πόρτες, βρες ένα σταθμό με δημοτικά να μην μάθουν· άκου, επανάσταση. Μήπως θυμάσαι τι έκανες εκείνο το βράδυ; Ποιο βράδυ; Εκείνο, ξέρεις που μπήκαν μέσα. Πήγες και κοιμήθηκες. Ναι, με ένα σφίξιμο στην καρδιά. Ένα ελαφρύ μυρμήγκιασμα. Μα, το πρωί πρέπει να πας στη δουλειά, ο προϊστάμενος είναι μακρινός ξάδερφος του Ντερτιλή. Δεν σε παίρνει να μην πας. Πώς μπήκε εκεί μέσα αυτό το θηρίο; Χώρεσε; Πάτησε κανέναν;

    Όμως κοιμήθηκες γιατί ήθελες να δεις στο όνειρό σου ότι αγόρασες ένα Fiat 127, ένα ψυγείο IZOLA και το οικόπεδο του συναδέρφου σου στο Πόρτο Ράφτη, κοψοχρονιά· τώρα που αυτός είναι στην εξορία, τι να το κάνει η γυναίκα του, να το φάει;

    Θυμάσαι; Δεν θυμάσαι;

    Κάνε τσιγάρο να σου τα πω πως φτάσαμε εδώ και τι μας μένει ακόμα να συναντήσουμε.

    Και που είσαι, μην πας από το Πολυτεχνείο αύριο. Τίποτα, κάτσε σπίτι. Μην κάνεις τίποτα. Μην πας. Θα πέσει ο ουρανός να μας πλακώσει, θα πέσει.
    • Blogger Comments
    • Facebook Comments

    0 σχόλια:

    Δημοσίευση σχολίου

    Item Reviewed: «Αν, λέω αν…» η ιστορία είχε ρόδες, θα ήταν πατίνι Rating: 5 Reviewed By: e-kozani
    Scroll to Top