• ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

    Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2013

    Τι συμβαίνει και δεν αγωνίζεται ο κόσμος πατέρα; Συμβολή στη συζήτηση και τον προβληματισμό. ΙΙΙ

    Γράφει ο Νίκος Δινόπουλος

    Πολιτική Συμμαχιών – Κοινή δράση και η τακτική των ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ – ΚΚΕ.

    Από το μπλοκ της αριστεράς ο ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ, διαπιστώνοντας τα μεταβαλλόμενα κοινωνικά δεδομένα, με την επιθετική τακτική του πρόταση για την «ενότητα της αριστεράς» και προβάλλοντας ως εναλλακτική λύση μια «κυβέρνηση της αριστεράς», αξιοποίησε με το καλύτερο τρόπο την κοινωνική ρευστότητα με συνέπεια την σταδιακή ενίσχυσή του στις δημοσκοπήσεις και τη θεαματική αύξηση των εκλογικών του ποσοστών.
    Θεωρητικά και ιστορικά στο ζήτημα για την πολιτική συμμαχιών των κομμάτων υπάρχει πλούσια εμπειρία. Στα καθ’ ημάς η εμπειρία της ΕΔΑ (επιβεβλημένη από την ιστορική συγκυρία ενιαία πολιτική οργάνωση) επιβεβαιώνει πως απαράβατος όρος, αναγκαία συνθήκη για κάθε πολιτική συμμαχιών κάθε κόμματος, κάθε πολιτικής και συνδικαλιστικής παράταξης - σχήματος είναι η πολιτική – ιδεολογική – οργανωτική αυτοτέλεια.
    Από την ιστορική διαδρομή της ΕΑΡ (ΚΚΕ εσ) και των πρώην μελών του ΚΚΕ στο ΣΥΝ, αλλά κυρίως με την μετωπική συμμαχία του ΣΥΝ (με κορμό ΚΚΕ-ΕΑΡ), η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ για την «ενότητα της αριστεράς» όπως διατυπώνεται, ουσιαστικά επιδιώκει την ενσωμάτωση των άλλων πολιτικών κομμάτων και πολιτικών οργανώσεων σε ένα ενιαίο πολιτικό οργανισμό – κόμμα άνευ όρων. «Ενότητα της αριστεράς» σε ένα ενιαίο κόμμα όπου οι κυρίαρχες συστημικές σοσιαλδημοκρατικές ιδεολογικές - πολιτικές επιλογές θα πολιτεύονται στην πράξη και οι άλλες δυνάμεις απλά θα μπορούν να διαφωνούν και να εκφράζουν δημόσια τις διαφορετικές ιδεολογικές - πολιτικές επιλογές τους, καλή ώρα το Αριστερό Ρεύμα και οι διάφορες συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ.
    Με τις υπαρκτές αγεφύρωτες πολιτικές – ιδεολογικές διαφορές ανάμεσα στα κόμματα της αριστεράς, η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ -όπως διατυπώνεται- στην ουσία της είναι επιθετική πολιτική υπονόμευση των κομμάτων και των πολιτικών οργανώσεων που απευθύνεται. Συνιστά «εχθρική» πολιτική για τους δυνητικά πολιτικούς συμμάχους και υπονομεύει τις υπαρκτές δυνατότητες για την κοινή δράση της αριστεράς σε ζητήματα που αναδεικνύονται στη συγκυρία. Σ’ αυτή την τακτική του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ το ΚΚΕ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλες πολιτικές οργανώσεις όχι μόνο δεν απάντησαν με επάρκεια αλλά με τις απαντήσεις και την τακτική τους την ενίσχυσαν.
    Ποια ήταν η απάντηση και η τακτική του ΚΚΕ στην τακτική του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ; Στο επικοινωνιακό επίπεδο, με μεγάλη επιτυχία από τα αστικά ΜΜΕ, αυτό που κυριάρχησε ήταν η άρνησή του να συμμετάσχει σε οποιαδήποτε κυβερνητική συμμαχία και ότι ακολουθούσε μια ανορθολογική τακτική που δεν στηρίζονταν θεωρητικά, ιδεολογικά και πολιτικά, (λίγο πολύ μια αντίστοιχη τακτική ακολούθησε και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ με συνέπεια την εκλογική της καταβαράθρωση). Παράλληλα η πολεμική του ΚΚΕ και η χυδαία πολλές φορές επιθετικότητα ενάντια στον ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ και γενικά στο «οπορτουνιστικό μπλοκ» των αριστερών δυνάμεων λειτούργησε απωθητικά για τη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας.

    Σ’ αυτό το πλαίσιο ουσιαστικά η τακτική του ΚΚΕ (και δευτερευόντως της ΑΝΤΑΡΣΥΑ) βάλλονταν από όλες τις πλευρές. Δημοσιολόγοι, επιστήμονες, αναλυτές της όλης αριστεράς αλλά και του αστικού μπλοκ εξουσίας κατέφυγαν στα κλασικά κριτικά στερεότυπα για το ΚΚΕ, τόσο για την τακτική του πριν τις εκλογές, όσο και για το Βατερλό που υπέστη στις δεύτερες εκλογές: Ιδεολογική - πολιτική αποστέωση, δογματικές εμμονές, περιφρούρηση του κομματικού κάστρου από τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ και γενικά του «οπορτουνιστικού μπλοκ», εχθρική στάση ενάντια στα κινήματα που δεν ελέγχει, με αιχμή την μη συμμετοχή και την «πολεμική» του στο «κίνημα της πλατείας», είναι τα κριτικά στερεότυπα που χρησιμοποιήθηκαν για να ερμηνεύσουν την τακτική και την εκλογική συρρίκνωση του ΚΚΕ.
    Αν η επιδίωξη ενός κόμματος ή πολιτικής οργάνωσης είναι μια άμεση ενίσχυση στα εκλογικά ποσοστά, αγνοώντας τα πραγματικά δεδομένα των κοινωνικών συσχετισμών δύναμης και τη συνέχεια των πολιτικών εξελίξεων σε βάθος χρόνου τότε σε πρώτη εκτίμηση αυτή η τακτική δείχνει λαθεμένη. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
    Απέχουν πολύ από την πραγματικότητα τα κριτικά στερεότυπα για παράλογο, ανεξήγητο «δογματισμό» του ΚΚΕ, το «σεχταρισμό» του, την «ανεπάρκεια της ηγεσίας» του που το καθιστά ανήμπορο να σχεδιάσει και να εκτιμήσει σωστά τα δεδομένα της συγκυρίας και των πολιτικών εξελίξεων με συνέπεια την αδυναμία του να χαράξει μια σωστή τακτική. Κριτικά στερεότυπα που ναι μεν πατάνε σε πραγματικά δεδομένα, λένε όμως τη μισή αλήθεια. Και η μισή αλήθεια καταλήγει σ’ ένα ολόκληρο ψέμα.

    Το ΚΚΕ όντας προσηλωμένο και άκαμπτο στις λειτουργίες που προβλέπονται από το καταστατικό του για την «πολιτική γραμμή», παράγει μια λίγο πολύ γραφειοκρατική – δογματική λειτουργία, αντικειμενικό αποτέλεσμα κάθε οργανωτικής δομής. Σε ποιο βαθμό αναπτύσσονται ή όχι, αντιμετωπίζονται ή όχι τα γραφειοκρατικά και δογματικά χαρακτηριστικά κάθε πολιτικής δομής, είναι κάτι που συνδέεται άμεσα -θετικά ή αρνητικά- με τη συμμετοχή και την ενεργό παρέμβαση συνολικά των οργανωμένων δυνάμεων του κόμματος ή της πολιτικής οργάνωσης και όχι μόνο από τη βούληση -θετική ή αρνητική- της ηγεσίας και του κομματικού μηχανισμού. Η πολιτική αποκατάσταση του Άρη Βελουχιώτη όχι όμως και για την παραβίαση του «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού» είναι μια ακραία επιβεβαίωση γι αυτό. Ιστορικά το ΚΚΕ όχι μόνο δεν κατέφευγε σε επιφανειακές πολιτικές - ιδεολογικές αναλύσεις (επαρκείς ή όχι , λαθεμένες ή όχι, συμφωνείς ή διαφωνείς), αλλά αντίθετα είναι μακροσκελείς, αναλυτικές και λεπτομερείς, συνειδητό αποτέλεσμα από την επιδίωξη του κόμματος για την εκλαΐκευσή τους.
    Τα ζητήματα που θέτει ΚΚΕ για το πώς πρέπει να λειτουργεί ένα κόμμα για να πετύχει τους πολιτικούς στόχους και πως μπορεί αυτό να γίνει σε κάθε δοσμένη συγκυρία, ή με ποια τακτική θα προσεγγίσει το ταξικό επαναστατικό εργατικό κίνημα το στρατηγικό στόχο και τη νίκη, δείχνουν προβληματισμό και πολιτική - ιδεολογική αναζήτηση, κι αυτό για την ώρα το κάνει τουλάχιστον καλύτερα απ’ ότι το «οπορτουνιστικό μπλοκ», χωρίς όμως και να τολμά την υπέρβαση του ιστορικού ρήγματος του εκφυλισμού του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και της ήττας του ταξικού εργατικού κινήματος [Le mort saisit le vif! (Ο πεθαμένος αδράχνει τον ζωντανό)]…
    Την μείωση των εκλογικών ποσοστών στις δεύτερες εκλογές του Ιούνη δεν την έβλεπαν μόνο οι εκτός ΚΚΕ, αλλά και το ίδιο το κόμμα. Οι δηλώσεις και η εκτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος από την Κεντρική Επιτροπή το επιβεβαιώνουν και συγκλίνουν πως αυτό ήταν αναμενόμενο από την ηγεσία του, αλλά και τα κομματικά μέλη του. Δεν είναι τυφλοί διάβαζαν τις δημοσκοπήσεις, είχαν και δικές τους.
    Αυτό που προκύπτει είναι πως η δραματική μείωση των ποσοστών του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ συνδέεται ευθέως με την τακτική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ για την «ενότητα της αριστεράς» και την προτεινόμενη ως εναλλακτική λύση «κυβέρνηση της αριστεράς με βασικό κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ».
    Η Αλ. Παπαρήγα με δήλωσή της στο Βήμα (11/06/2012) αναφέρθηκε στο ζήτημα: «δέκα μέρες πριν τις εκλογές της 6ης Μαΐου, οι δημοσκοπήσεις μας έφερναν με διψήφια ποσοστά και χάσαμε ψήφους όταν αποκαλύψαμε τι θα σήμαινε μια κυβέρνηση της αριστεράς, την απώλεια την περιμέναμε, σκεφθείτε όμως το κόστος αν λέγαμε 'ναι'» και υπογράμμισε ότι το «προσωρινό κόστος, όταν αποδειχθεί το δίκιο της θέσης σου, μπορείς να το ανατρέψεις, ένα πολιτικό λάθος διαρκείας, όμως, δεν μπορείς να το διορθώσεις εύκολα και το πληρώνεις ακριβά και για χρόνια, όπως το πληρώσαμε με την διάλυση των κομματικών οργανώσεων του ΚΚΕ το 1958, και την μονόπλευρη ένταξή μας στην ΕΔΑ, που ναι μεν έδωσε μεγαλειώδεις αγώνες, αλλά εκεί, το ΚΚΕ 'πίσω' και αρκετοί ακόμα από εκείνη την γενιά εμφορούνται από τέτοιες ιδέες».

    Η δραματική μείωση της εκλογικής δύναμης του ΚΚΕ πυροδότησε τη συζήτηση και την κριτική για την τακτική του κόμματος στο εσωτερικό του, όλα όμως δείχνουν πως η τακτική του κόμματος έχει ευρεία αποδοχή στις δυνάμεις του. Η «Νέα Σπορά», το blog που ασκεί εσωτερική κριτική στην ηγεσία του ΚΚΕ πως κατά παράβαση του καταστατικού έχει εγκαταλείψει και αλλοιώσει την «πολιτική γραμμή» του ΑΑΔΜ, και ο Εργατικός Αγώνας από πρώην μέλη του ΚΚΕ, επιβεβαιώνουν την ένταση του προβληματισμού της εσωκομματικής συζήτησης και την κριτική που ασκείται στο κόμμα, [εδώ και ένα άρθρο του Δημήτρη Κάβουρα (Η κυβέρνηση του «Αντι-ιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου πάλης» και ο ρόλος της στην ενιαία επαναστατική διαδικασία)].

    Μέχρι τώρα όμως, όλες οι πληροφορίες που δημοσιεύτηκαν στα ΜΜΕ για την έκταση και το βάθος των διαφωνιών, τη δύναμη των διαφωνούντων και για την πιθανή διάσπαση του ΚΚΕ διαψεύδονται και η ισχυρή οργανωτική συγκρότηση του ΚΚΕ μάλλον αποτρέπει ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Αυτό δεν σημαίνει πως αυτό είναι αδύνατο ή ότι η εσωκομματική πάλη γίνεται χωρίς εντάσεις, αλλά μάλλον επιβεβαιώνει πως οι διαφωνίες έχουν να κάνουν με πλευρές της τακτικής του ΚΚΕ και όχι συνολικά με την «πολιτική γραμμή».

    Όλα τα δεδομένα δείχνουν πως το ΚΚΕ, με την εμπειρία της συμμετοχής του (ως μία βασική δύναμη του ΣΥΝ το 89) σε δύο διαδοχικές συμμαχικές κυβερνήσεις με αστικά κόμματα και την πρόσφατη εμπειρία του ΑΚΕΛ στην Κύπρο, επιλέγει συνειδητά να μη συμμετάσχει σε μια «κυβέρνηση της αριστεράς» και ασκεί πολεμική στην τακτική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ. Εκτός του ότι μια «κυβέρνηση της αριστεράς» είναι κάτι που είναι πολύ πιθανόν να μην προκύψει, το ΚΚΕ με την τακτική του πέρα από την ενίσχυση της αξιοπιστίας του, στοχεύει και στην αποφυγή μιας πιο δραστικής μείωσης των δυνάμεών του λόγω της συμμετοχής του σε μια «αριστερή κυβέρνηση».

    Οι κριτικές για «εκλογολαγνεία» και ενσωμάτωση του ΚΚΕ στα πλαίσια των θεσμών του αστικού κράτους από τη μια και τη «σεχταριστική» τακτική του στο ζήτημα της συμμετοχής σε μια «κυβέρνηση της αριστεράς» από την άλλη παραγνωρίζουν μια βασική παράμετρο. Στην ιστορική του πορεία το ΚΚΕ έχει να επιδείξει την αποφασιστική, υπομονετική, επίμονη και βασανιστική στόχευσή του για την ενίσχυση των οργανωμένων δυνάμεών του στους εργασιακούς χώρους, στα συνδικάτα, στις λαϊκές επιτροπές και γενικά σε μετωπικές μορφές οργάνωσης μέσα στην κοινωνία. Τα δεδομένα δείχνουν πως στην τρέχουσα συγκυρία αυτός είναι ο κεντρικός άξονας των πολιτικών επιλογών του και της τακτικής του και όχι οι πολιτικοί ελιγμοί στα πλαίσια των κοινοβουλευτικών συσχετισμών και των θεσμών του αστικού κράτους.

    Η σταθερή επιδίωξη του ΚΚΕ για τη δημιουργία μετωπικών κοινωνικών συμμαχιών, (ΠΑΜΕ, ΜΑΣ, ΠΑΣΥ, ΠΑΣΕΒΕ), δείχνει πως το κέντρο βάρους της «πολιτικής γραμμής» είναι σήμερα στραμμένη μέσα στην κοινωνία και όχι τόσο στην κοινοβουλευτική – εκλογική ενδυνάμωσή του. Η αδύναμη επικοινωνιακή τακτική και η υποτίμησή της, όσο και η ανάδειξη του ΠΑΜΕ ως αιχμή της τακτικής του είναι δεδομένα που συνηγορούν σε μια τέτοια εκτίμηση.
    Αυτό δεν σημαίνει πως αυτό γίνονταν ή γίνεται σήμερα και με τον ποιο αποτελεσματικό τρόπο και χωρίς λαθεμένες επιλογές και πρακτικές. Γι αυτό και λίγο πολύ η τακτική του ΚΚΕ στα κινήματα δείχνει  -και εν πολλοίς να είναι- το ηγεμονικό «εγώ είμαι το κίνημα» και να απορρίπτει κάθε κοινή δράση με άλλες δυνάμεις. Μια πολιτική επιλογή που την τροφοδοτεί και η επιθετική τακτική του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ με την «ενότητα της αριστεράς» και την «αριστερή κυβέρνηση» και την απουσία αποφασιστικού -στο δια ταύτα- διαχωρισμού από τον εσωτερικό εχθρό στο συνδικαλιστικό κίνημα, της ηγεσίας των ΠΑΣΚ και ΔΑΚΕ από τις δυνάμεις της αντισυστημικής αριστεράς. Έτσι ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ και ΚΚΕ λειτουργούν σαν συμπληγάδες που συνθλίβουν κάθε υπαρκτή δυνατότητα για κοινή δράση της αριστεράς.
    Εδώ είναι αναγκαίο να αναφερθεί πως πρέπει αποδεχτούμε το σαφή διαχωρισμό ανάμεσα στις οργανωμένες δυνάμεις σε ένα κίνημα και στο ίδιο το κίνημα. Οι οργανωμένες δυνάμεις είναι σάρκα από τη σάρκα του κινήματος, δρουν και συμμετέχουν μέσα στις διαδικασίες του κινήματος και μέσα σ’ αυτές διεκδικούν την πολιτική – ιδεολογική ηγεμονία.

    Τα κινήματα στην ιστορική εξέλιξη φουσκώνουν και ξεφουσκώνουν σαν τον κύμα. Στις περιόδους ύφεσης του κινήματος οι οργανωμένες δυνάμεις το κρατούν ζωντανό και σφυρηλατούν το χαρακτήρα του. Την Οκτωβριανή επανάσταση δεν την έκαναν μόνοι τους οι μπολσεβίκοι, την έκαναν τα Σοβιέτ, πλην όμως ούτε τα Σοβιέτ χωρίς τους μπολσεβίκους -που κέρδισαν την πολιτική – ιδεολογική ηγεμονία μέσα στις διαδικασίες τους- θα πετύχαιναν την ανατροπή του τσαρικού καθεστώτος. Αντίστοιχα -τηρουμένων των ιστορικών αναλογιών και του τελικού αποτελέσματος- στα καθ’ ημάς το μεγαλειώδες κίνημα του ΕΑΜ.

    Ουσιαστικά το ΚΚΕ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ παγιδεύτηκαν σ’ ένα μανιχαϊστικό δίλλημα με βέβαιο αρνητικό αποτέλεσμα που το επέβαλε η τακτική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ για «την ενότητα της αριστεράς» και την «αριστερή κυβέρνηση», και το αντικειμενικό διακύβευμα κάθε εκλογικής αναμέτρησης που είναι η κυβερνητική εξουσία. Η μια επιλογή ήταν να διακηρύξουν τη συμμετοχή τους στην αμφίβολη προοπτική συγκρότησης μιας «αριστερής κυβέρνησης» και η δεύτερη επιλογή να αρνηθούν τη συμμετοχή τους σε κυβερνητικές συμμαχίες. Υπήρχε άλλη επιλογή;
    Σε κάθε μανιχαϊστικού τύπου δίλλημα πάντα υπάρχει μια λύση που κρύβεται πίσω του. Έχω τη γνώμη πως με τη σωστή και ιστορικά δικαιωμένη θέση του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για τη μη συμμετοχή σε συμμαχικές κυβερνήσεις με αστικά κόμματα, η κριτική στήριξη του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ από το ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην επίθεση που δέχονταν εκείνη την περίοδο, διατηρώντας στο ακέραιο τις πολιτικές τους θέσεις και ασκώντας παράλληλα αιχμηρή, δημόσια κριτική για την πολιτική και το συστημικό χαρακτήρα του, αποκαλύπτοντας παράλληλα τον εχθρικό χαρακτήρα του αιτήματος για «ενότητα της αριστεράς» και την αντικειμενική -στην πορεία- ενσωμάτωσή του στο αστικό μπλοκ εξουσίας, δεν θα ήταν και δεν είναι και σήμερα υποχώρηση από τις θέσεις και την πολιτική του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αντίθετα θα ήταν και είναι υπεράσπιση της εργατικής τάξης, των εργαζομένων, των μικρομεσαίων στρωμάτων που κανιβαλίζονται, θα ήταν και είναι υπεράσπιση της πολιτικής του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, θα ήταν και είναι υπεράσπιση του δρόμου για τη ρήξη και την ανατροπή των μνημονιακών πολιτικών.
    Λοιπόν…;

    Το πεδίο για το σχεδιασμό μιας πολιτικής συμμαχιών για κοινή δράση πάνω σε αιτήματα στόχους που βάζει κάθε φορά η συγκυρία, είναι ευρύτατο, πολύπλοκο, σε διαρκή κίνηση και εξέλιξη. Κοινή δράση λοιπόν, όχι με μια διακήρυξη και συμφωνία σ’ ένα χαρτί για ένα αίτημα - στόχο, αλλά με κοινά καλέσματα, με κοινές συγκεκριμένες δραστηριότητες και μορφές πάλης στην πράξη. Αυτή είναι η θεμελιακή βάση κάθε Πολιτικής Συμμαχιών. Μέχρι σήμερα, ουσιαστικά στην πράξη, κάθε κόμμα, κάθε πολιτική οργάνωση και οργανωμένη δύναμη διεκδικούσε όχι τη νίκη στο αίτημα – στόχο, αλλά να αποδείξει πως είναι η πιο συνεπής δύναμη … σε μια χαμένη μάχη. Μόνο που η συνέπεια λόγων και έργων κρίνεται στην πράξη…

    Η δραστική ανατροπή και η αναδιάταξη των κοινωνικών συσχετισμών που άνοιξε στις έξι του Μάη του 2010, μπαίνει στην τελική της φάση. Είναι μια νέα φάση με νέους όρους και άλλες συνθήκες, αντίστοιχη με τα χρόνια της μεταπολίτευσης. Τότε άνοιξε με την παράδοση της εξουσίας από τη χούντα και έκλεισε με την ανάδειξη στην εξουσία του ΠΑΣΟΚ που κέρδισε την ιδεολογική - πολιτική ηγεμονία από την αντισυστημική αριστερά…

    Οι διαπιστώσεις: Τέρμα στις αυταπάτες, τέρμα στις ψευδαισθήσεις, τέρμα στην ανοχή, τέρμα στους αυτοσχεδιασμούς και όλα τα σχετικά ισχύουν για όλους και κυρίως για τις δυνάμεις της αντισυστημικής ανατρεπτικής επαναστατικής αριστεράς.
    Το ζήτημα δεν είναι να περιγράψουμε με τα μελανότερα χρώματα την κατάσταση που βιώνουμε όλοι στο πετσί μας ή να περιμένουμε να προκύψει κάποια «ενότητα της αριστεράς» γενικά και αόριστα. Τη μάχη δεν τη δίνεις με τα μέσα που θα ήθελες να έχεις και αν δεν τα ‘χεις τα παρατάς, αλλά με τα μέσα που έχεις στην δοσμένη συγκυρία. Αυτό που σήμερα έχει ανάγκη ο καθένας από μας, είναι πως και με τι θα μπορέσουμε να ανατρέψουμε την καταστροφική πολιτική των μνημονίων για την ΕΤ, τους εργαζόμενους και τα μικρομεσαία στρώματα.
    Στην συντελούμενη κοινωνική ανθρωπιστική καταστροφή, η αποτροπή - ανατροπή της απαιτεί σκληρό αγώνα και μάχη, αποφασιστικότητα, αυτοθυσία και στράτευση σε πολιτικές που δεν ικανοποιούν τις μικροαστικές αυταπάτες και ψευδαισθήσεις για δίκαιο και ανθρώπινο καπιταλισμό, κάτι που για την ώρα -η κοινωνική πλειοψηφία- δεν δείχνει διατεθειμένη να το πράξει. Αυτή την άγρια ταξική μάχη για να έχουμε ρεαλιστικές πιθανότητες να την κερδίσουμε πρέπει να φτύσουμε αίμα. Η λύση και έξοδος από την κρίση θα είναι βίαιη, επώδυνη και με βαριές θυσίες. Απαιτεί ιδεολογική - πολιτική στράτευση, οργάνωση, αποφασιστικότητα και άντερα. Ανθρώπινο δυναμικό υπάρχει, στο χέρι μας είναι!
    Είναι προφανές πως η ανασυγκρότηση – αναγέννηση του επαναστατικού εργατικού κινήματος, είναι σε συνάρτηση με την ανατροπή των κοινωνικών συσχετισμών, κυρίως στο συνδικαλιστικό κίνημα και τη δημιουργία Εργατικών λαϊκών συσπειρώσεων που θα τσακίσουν τη ραχοκοκαλιά των δυνάμεων του αστικού μπλοκ εξουσίας μέσα στην κοινωνία.
    ***

    «[…] Το καθήκον διαχωρισμού των επαναστατικών δυνάμεων από τις οπορτουνιστικές σε διεθνές επίπεδο έμπαινε πριν ακόμα από την ίδρυση της Γ' Διεθνούς (1919). Ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι στη Ρωσία από το 1903 είχαν αναδείξει την ανάγκη οργάνωσης «Νέου Τύπου» που θα χαρακτηριζόταν από ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική ενότητα, θα αποτελούνταν από συνειδητούς πρωτοπόρους εργάτες και θα είχε ως στρατηγική την κατάκτηση της εξουσίας.

    Με το ξέσπασμα του ιμπεριαλιστικού Α' Παγκόσμιου Πολέμου, τα σοσιαλδημοκρατικά - ρεφορμιστικά κόμματα πέρασαν στην ανοιχτή προδοσία της εργατικής τάξης, μετατράπηκαν σε κόμματα σοσιαλσοβινιστικά, στηρίζοντας την αστική τάξη των χωρών τους και καλώντας την εργατική τάξη στη χώρα τους να ριχτεί στη σφαγή. Καταπάτησαν τις αποφάσεις των διεθνών σοσιαλιστικών συνεδρίων της Στουτγάρδης (18-24 Αυγούστου 1907), της Κοπεγχάγης (28 Αυγούστου - 3 Σεπτέμβρη 1910) και της Βασιλείας (1912), για δράση μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε πάλη για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας, γραμμή που είχε διαμορφωθεί με την παρέμβαση του Λένιν κι άλλων συνεπών μαρξιστών επαναστατών. […]

    […] Η σοσιαλσοβινιστική στάση της σοσιαλδημοκρατίας, με το ξέσπασμα του πολέμου, είχε ως αποτέλεσμα να εγκλωβίσει εργάτες στα αστικά συνθήματα. Στη συνέχεια η φρίκη του πολέμου, η δυστυχία, οι πολλές χιλιάδες νεκροί και σακατεμένοι προκάλεσαν σε περισσότερους εργάτες αμφισβήτηση των σοσιαλσοβινιστικών κηρυγμάτων και στράφηκαν προς τους επαναστάτες σοσιαλιστές. Αυτή η εξέλιξη υποχρέωσε τους κεντριστές σε προσαρμογή. Από τις 5 έως τις 8 του Σεπτέμβρη 1915 συνήλθε στο Τσίμερβαλντ της Ελβετίας συνδιάσκεψη, στην οποία πήραν μέρος 37 αντιπρόσωποι από 12 ευρωπαϊκές χώρες (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ρωσία, Πολωνία, Λετονία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Ελβετία, Ολλανδία, Νορβηγία, Σουηδία). Από αυτούς μόνο 8 αντιπρόσωποι από 7 χώρες ακολούθησαν συνεπή διεθνιστική επαναστατική γραμμή και τελικά εξέλεξαν ξεχωριστό Γραφείο με επικεφαλής τον Λένιν.

    Αυτή η ομάδα έμεινε γνωστή ως «αριστερά του Τσίμερβαλντ» και αποτελούνταν αρχικά από τους Μπολσεβίκους, τους Πολωνούς ροζλαμόβτσι, τους Λετονούς σοσιαλδημοκράτες και αριστερά στοιχεία των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων Γερμανίας, Σουηδίας, Νορβηγίας και Ελβετίας. Αργότερα προστέθηκαν και αριστεροί σοσιαλιστές της Ολλανδίας, της Σερβίας, της Γαλλίας, της Βουλγαρίας, της Αυστρίας και των ΗΠΑ. […]»

    «Και τώρα τι πρέπει να γίνει
          σ’ αυτό το νεκροταφείο των ονομάτων
    σ’ αυτό το νεκροταφείο των λέξεων;

    Πως θα ξαναβαφτίσουμε τις πυρκαγιές
    ελευθερία, ισότητα, Σοβιέτ, εξουσία;

    Μιχάλης Κατσαρός «Κατά Σαδδουκαίων»


    Διαβάστε εδώ: Τι συμβαίνει και δεν αγωνίζεται ο κόσμος πατέρα; Συμβολή στη συζήτηση και τον προβληματισμό. Ι

    Διαβάστε εδώ: Τι συμβαίνει και δεν αγωνίζεται ο κόσμος πατέρα; Συμβολή στη συζήτηση και τον προβληματισμό. ΙΙ 
    • Blogger Comments
    • Facebook Comments

    0 σχόλια:

    Δημοσίευση σχολίου

    Item Reviewed: Τι συμβαίνει και δεν αγωνίζεται ο κόσμος πατέρα; Συμβολή στη συζήτηση και τον προβληματισμό. ΙΙΙ Rating: 5 Reviewed By: e-kozani
    Scroll to Top