του Ευτύχη Μπιτσάκη
1/6/2003, εφημερίδα ΠΡΙΝ
Παρά τις ελπίδες που δημιούργησε η πρώτη διάσπαση του ΚΚΕ
από τα Αριστερά, που οδήγησε και στη δημιουργία του ΝΑΡ, οι προσδοκίες δεν
δικαιώθηκαν. Οι αιτίες είναι βασικά ενδογενείς, γι’ αυτό και απαιτείται τολμηρή
κριτική και αυτοκριτική για να τις υπερβούμε.
ΘΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΘΟΥΝ ΟΙ
ΝΕΕΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ;
Η Αριστερά έχασε στο
παρελθόν όλες τις ιστορικές ευκαιρίες
Πέρασαν περίπου δώδεκα χρόνια από την πρώτη και μοναδική ως
τώρα μαζική διάσπαση του ΚΚΕ από τα αριστερά. Για πρώτη φορά διαφάνηκε η
δυνατότητα επαναθεμελίωσης μιας κομμουνιστικής Αριστεράς, με την υπέρβαση του
πλέγματος σεχταρισμού-οπορτουνισμού που χαρακτηρίζει την ελληνική Αριστερά τα
τελευταία εξήντα χρόνια. Επίσης πέρασαν περίπου δώδεκα χρόνια από την
κατάρρευση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Η ιστορική αυτή καταστροφή επέδρασε
αρνητικά στην προσπάθεια για συγκρότηση του πόλου της ριζοσπαστικής Αριστεράς,
με τη γενική σύγχυση και την απογοήτευση τις οποίες προκάλεσε. Αλλά αν το ΝΑΡ
δεν δικαίωσε τις προσδοκίες που είχε γεννήσει, αυτό δεν οφείλεται κυρίως στις
συνέπειες της κατάρρευσης. Τα κύρια αίτια είναι ενδογενή και οφείλουμε να τα
αναδείξουμε με ένα συγκεκριμένο κριτικό απολογισμό της δωδεκαετίας. Έχουμε
χορτάσει από επαναστατικό βερμπαλισμό όλα αυτά τα χρόνια. Μια αυτοκριτική
αποτίμηση, δημόσια, συγκεκριμένη και τίμια, αποτελεί προϋπόθεση για να
κερδίσουμε την εμπιστοσύνη όσων αναζητούν διέξοδο από τη σημερινή πραγματικότητα.
Η ελληνική Αριστερά έχει χάσει μέχρι σήμερα, από θεωρητική
ανεπάρκεια, όλες τις ιστορικές ευκαιρίες που της δόθηκαν για να γίνει ηγεμονική
δύναμη της κοινωνίας: Το 1944, το 1946, το 1974. Σήμερα, μπροστά στην
ανθρωπότητα τίθεται το μεγάλο ιστορικό δίλημμα: σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα.
Ακόμα χειρότερα: σοσιαλισμός ή αυτοκαταστροφή του ανθρώπινου είδους. Η μεγάλη
αυτή πρόκληση απευθύνεται κυρίως στην Αριστερά. Αλλά οι ηγεσίες των
παραδοσιακών αριστερών κομμάτων, όπως και οι μικρές ή μεγαλύτερες ομάδες της
ριζοσπαστικής Αριστεράς, δεν φαίνεται να έχουν συνειδητοποιήσει το μέγεθος της
καταστροφής, το μέγεθος των πλανητικών κινδύνων, αλλά και τις νέες δυνατότητες
της οποίες κυοφορεί ο συγκρουσιακός σημερινός κόσμος. Δέσμια του παρελθόντος,
κόμματα και κινήσεις παραμένουν, παρά τις μικρές αναπροσαρμογές, περιχαρακωμένα
στη δική τους αλήθεια. Καλλιεργούν καθένα τους το δικό του κήπο, απομονωμένα
από τις λαϊκές μάζες, οι οποίες, θύματα της πολιτικής τους ανεπάρκειας,
συνεχίζουν να αποτελούν την πελατεία των κομμάτων της αστικής τάξης, θα χάσει,
λοιπόν, για άλλη μια φορά την ιστορική ευκαιρία η Αριστερά;
Παρά τη θετική προσφορά της (αντιφατική, ελλιπή κ.λ.π.), ο
απολογισμός της ελληνικής Αριστεράς κατά την τελευταία δεκαετία είναι
αρνητικός. Εν πάση περιπτώσει, σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε μια συγκεκριμένη
πραγματικότητα. Η ελληνική Αριστερά συγκροτείται από τρεις πόλους: έναν
ρεφορμιστικό, έναν δογματικά προσκολλημένο στο αδιέξοδο παρελθόν και έναν
ελάσσονα, του υπό διαμόρφωση πόλου της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Ο τρίτος πόλος
είναι αριθμητικά μικρός και δεν είναι συγκροτημένος σε ενιαία πολιτική δύναμη.
Εντούτοις, η ύπαρξη του είναι αναγκαία και η συγκρότηση του θα επηρεάσει την
ελληνική πολιτική πραγματικότητα. Στη συνέχεια θα περιοριστώ στην περίπτωση
του ΝΑΡ. Οι άλλες συνιστώσες ας μιλήσουν για τη δική τους περίπτωση και -ας
ελπίσουμε- ότι θα υπάρξει διάλογος.
Η διάσπαση του 1989 δημιούργησε εύλογες ελπίδες για τη
δυνατότητα επαναθεμελίωσης της κομμουνιστικής Αριστεράς: την κίνηση αυτή -ως
γνωστόν- την είχε ακολουθήσει η συντριπτική πλειοψηφία της ΚΝΕ, πλήθος μελών
και στελεχών του ΚΚΕ, καθώς και η πλειοψηφία του ιδεολογικού μηχανισμού του.
Τι έγινε αυτός ο κόσμος που γέμιζε τα αμφιθέατρα και γεννούσε βάσιμες ελπίδες
για το μέλλον; Ας μιλήσουμε χωρίς περιστροφές: το ΝΑΡ δεν δικαίωσε της ελπίδες
που γέννησε η συγκρότηση του. Αλλά το ΝΑΡ, συρρικνωμένο έστω, υπάρχει και η
ύπαρξη του είναι αναγκαία. Ας επιχειρήσουμε λοιπόν να εξηγήσουμε τα αίτια της
αποψίλωσης και της μετέπειτα στασιμότητας. Φύγαμε όλοι από το ΚΚΕ για τους ίδιους
λόγους; Απερίφραστα: Όχι! Η πλειοψηφία εντάχθηκε στη δεξιά στροφή της ηγεσίας
και ειδικά στη συνεργασία με τη Δεξιά. Πολύ λίγοι ήταν αυτοί που είδαν τη δεξιά
εκτροπή ως συνέπεια, ως «στιγμή» της πάγιας εσωτερικής αντίδρασης του ΚΚΕ: του
πλέγματος σεχταρισμού-οπορτουνισμού, της παρακμής της εσωτερικής δημοκρατίας
και της θεωρίας του-εμπειρισμού και -οριακά- μιας πολιτικής χωρίς αρχές.
Τι έπρεπε λοιπόν να επιδιώξει από την πρώτη στιγμή η υπό
διαμόρφωση οργάνωση; Δύο αλληλένδετες και αλληλοτροφοδοτούμενες διαδικασίες:
τη συγκρότηση οργανώσεων με βάση την οργανωμένη δημοκρατία και το ξεκαθάρισμα
των ιδεολογικών και θεωρητικών θεμελίων της οργάνωσης. Τίποτα από τα δύο δεν
έγινε όπως έπρεπε.
Συγκεκριμένα. Ανάμεσα στα μέλη της οργάνωσης υπήρχαν
διαφορές και αντιθέσεις. Αυτό ητανε φυσικό. Οι μεν ήθελαν να φτιάξουν ένα
καλό ΚΚΕ. Άλλοι, συνεπαρμένοι από επαναστατικό οίστρο, φαντάζονταν ότι περίπου
ερχόταν η στιγμή της εφόδου στα χειμερινά ανάκτορα. Η δεξιά στροφή του ΚΚΕ
τροφοδοτούσε ως αντίδραση ένα νέο αριστερισμό. (Σε μία από τις πρώτες
πολυπληθείς διασκέψεις, η πρόταση μου για συνεργασία με άλλες οργανώσεις πήρε
3 ή 4 ψήφους, σε σύνολο περίπου 500). Άλλοι, τέλος, ξεφεύγοντας από την
αποπνικτική έλλειψη δημοκρατίας του ΚΚΕ, περνούσαν στο άλλο άκρο, απορρίπτοντας
κάθε μορφή οργανωμένης δημοκρατίας.
Η δημιουργική υπέρβαση των υπαρκτών διαφορών και αντιθέσεων
πάνω σε μια συγκεκριμένη πολιτική-θεωρητική βάση δεν ήταν απραγματοποίητη.
Αυτό όμως προϋποθέτει ανοικτή συζήτηση, τόσο στις υπό συγκρότηση οργανώσεις,
όσο και μέσω του Πριν. Ειδικά ο δημόσιος διάλογος θα ήταν δείγμα υγείας και
προϋπόθεση για την ιδεολογική ενότητα της κίνησης. Αυτό έπρεπε να γίνει. Τι
έγινε όμως; Διαφορές και αντιθέσεις συζητήθηκαν, όπως συζητήθηκαν στα πλαίσια
της καθοδηγητικής ομάδας, ερήμην της βάσης. Συνέπεια: αποχωρήσεις και
αποψίλωση της καθοδηγητικής ομάδας και, ταυτόχρονα, αποψίλωση της οργάνωσης
λόγω της οργανωτικής χαλαρότητας και της ιδεολογικής ασάφειας. (Εδώ φυσικά
έπαιξε σημαντικό ρόλο και η κατάρρευση).
Οργανωτική, χαλαρότητα μέχρι, παράλυση, αποψίλωση,
ιδεολογική ασάφεια, αντιθέσεις. Η θεωρητική ανεπάρκεια-συνέπεια ότι ποτέ δεν
ξεκίνησε μια ουσιαστική συζήτηση- οδηγούσε είτε σε μια νέα μορφή αριστερισμού
με άφθονο επαναστατικό βερμπαλισμό, με αχαλίνωτη θεωρητικολογία, είτε σε
προσπάθειες μιας αφελούς θεωρητικής «ανανέωσης» με εκλεκτικές συρραφές
μοντέρνων αστικών ιδεολογημάτων και με. αμφισβήτηση της θεωρητικής και
πρακτικής αξίας του μαρξισμού. Συνολικά σε μια χαοτική σύγχυση και αντίδραση
σε κάθε απόπειρα συστηματικής επεξεργασίας της θεωρητικής-πολιτικής φυσιογνωμίας
του ΝΑΡ.
Η θεωρητική ατροφία του ΝΑΡ είναι συνέπεια των προηγούμενων
και ταυτόχρονα παράγων περαιτέρω θεωρητικής σύγχυσης. Όλα αυτά τα χρόνια δεν
έγινε κάποια συστηματική προσπάθεια να ανοίξει η θεωρητική συζήτηση μέσω του
Πριν, στις οργανώσεις, με δημόσιες εκδηλώσεις κ.λ.π. Δεν είναι τυχαίο ότι η
λέσχη του ΝΑΡ, στο κέντρο της Αθήνας, είναι σχεδόν πάντα κλειστή, ενώ έπρεπε
να έχει αποτελέσει κυψέλη θεωρητικών συζητήσεων και καλλιτεχνικών εκδηλώσεων.
Επίσης, η απουσία της θεωρίας και της τέχνης στο κατά τ’ άλλα ενδιαφέρον Πριν
δεν είναι τυχαία.
Εδώ πρέπει επίσης να σημειωθεί άλλη μια από τις συνέπειες της
πρώην κομματικής διαπαιδαγώγησης των στελεχών του ΝΑΡ, όπου επαληθεύεται η
ρήση του Μαρξ ότι οι νεκροί βαραίνουν σαν βραχνάς στο μυαλό των ζωντανών. Η
συνολική στάση του ΚΚΕ απέναντι στην κοινωνία, στα κινήματα, στα ιδεολογικά
και καλλιτεχνικά ρεύματα, ήταν αρνητική. Δέσμια της ψυχολογίας του πολιορκημένου
φρουρίου, η καθοδήγηση καταπολεμούσε ή αγνοούσε περιφρονητικά ό,τι νέο και
ελπιδοφόρο αναδυόταν στον τόπο μας. Η ψυχολογία αυτή μεταφυτεύτηκε, λιγότερο
ή περισσότερο, και στο ΝΑΡ. Συνέπεια; Η ολοκληρωτική σχεδόν απουσία των
στελεχών του ΝΑΡ από το πλήθος των θεωρητικών, επιστημονικών, καλλιτεχνικών
συζητήσεων, εκδηλώσεων και κινήσεων. Είναι εύκολο να περιφρονείς αφ’ υψηλού ή
να αδιαφορείς για ό,τι δεν εντάσσεται στη δική σου αλήθεια. Αλλά η περιφρόνηση
και η απουσία προϋποθέτουν και προπαντός συνεπάγονται τη θεωρητική ανεπάρκεια.
Η επιδίωξη της πολιτικής ηγεμονίας προϋποθέτει τη θεωρητική και την πολιτισμική
ηγεμονία. Η καθοδήγηση του ΝΑΡ ζει, λίγο-πολύ, στο δικό της κόσμο,
αναπαράγοντας τη στελεχική υπεροψία του κομμουνιστικού παρελθόντος της.
Στη ζωή της ελληνικής Αριστεράς ήταν πάντα αποφασιστική
(και καταστροφική) η αποσύνδεση της στρατηγικής από την τακτική: σεχταρισμός
στην τακτική, οπορτουνισμός στη στρατηγική. Το άλυτο πάντα, αλλά κρίσιμο
πρόβλημα των συμμαχιών και οι καταστροφικές του συνέπειες εντάσσεται σε αυτή
την αντίθεση. Ως άρνηση του δεξιού οπορτουνισμού του ΚΚΕ, στο ΝΑΡ άνθησε και
ανθεί ένας νεοαριστερισμός, που εκδηλώνεται τόσο στην αντιμετώπιση των δυνάμει
συμμάχων, όσο και στην κριτική της υπαρκτής Αριστεράς.
Σε μία συμμαχία π.χ. στα συνδικάτα, σε μία συμμαχία στις
δημοτικές εκλογές, ακόμα και σε βουλευτικές εκλογές, απαιτείται οι σύμμαχοι να
συμφωνήσουν με τη συνολική στρατηγική της ριζοσπαστικής-επαναστατικής οργάνωσης.
Ο Λένιν τόνιζε ότι κάνουμε υποχωρήσεις, συμβιβασμούς, προχωρούμε με τους
συμμάχους ως εκεί που μπορούν να φτάσουν και όλη η ευλύγιστη τακτική υποτάσσεται
στην υπηρεσία του στρατηγικού στόχου. Εμείς, ακόμα και στις δημοτικές εκλογές,
απαιτούμε από συμμαχικές δυνάμεις να συμφωνήσουν για έξοδο της χώρας από την
ΕΕΠ Αλλά με αυτή τη νοοτροπία δεν γίνονται συμμαχίες, ενώ η ριζοσπαστική
Αριστερά, διατηρώντας την ασηψία της, καταφέρνει, να διατηρεί τις λίγες
χιλιάδες των ψηφοφόρων της. Άλλη εκδήλωση αυτής της «επαναστατικής υπεροψίας»
είναι η περιφρονητική στάση απέναντι σε κόμματα της διεθνούς Αριστεράς, με τα
οποία ίσως και δίκαια διαφωνούμε (Επανίδρυση, Γαλλικό ΚΚ, Κόμματα της Ρωσίας,
κ.λ.π.). Αντί για μια συγκεκριμένη ανάλυση των τοπικών ιδιομορφιών, των
δυνατοτήτων και των εσφαλμένων, ίσως τοποθετήσεων, εμείς, από το ύψος της
επαναστατικής μας καθαρότητας (και ανεπάρκειας), μηδενίζουμε και χλευάζουμε
τις πρώτες τραγικές απόπειρες για ανασύνταξη ή επαναθεμελίωση της Αριστεράς.
Για την υπέρβαση του
εαυτού μας
Η συγκρότηση του πόλου της ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι
αναγκαία. Αντικειμενικά είναι και εφικτή. Το ΝΑΡ, ως η σχετικά μαζικότερη
οργάνωση, έχει ιδιαίτερη ευθύνη για την επιτυχία αυτής της προσπάθειας, Πρώτη
λοιπόν προϋπόθεση, η υπέρβαση της οργανωτικής χαλαρότητας και παραλυσίας και
της θεωρητικής αφασίας. Να επανασυνδέσουμε θεωρία και πράξη. Να μελετήσουμε τα
προβλήματα της σημερινής ελληνικής κοινωνίας και να προσαρμόσουμε τη δράση μας
σε αυτή την πραγματικότητα. Να συνεχίσουμε τη συζήτηση που εγκαινιάσαμε και
εγκαταλείψαμε για τις αιτίες της κατάρρευσης του σοσιαλιστικού στρατοπέδου.
(Το μέλλον θα είναι πάντα υποθηκευμένο, όσο δεν θα ξεκαθαρίσουμε τους
λογαριασμούς μας με το παρελθόν). Ταυτόχρονα, να επιχειρήσουμε να συγκροτήσουμε
μια πρώτη έστω άποψη για τα προβλήματα της σοσιαλιστικής προοπτικής:
επαναστατικές δυνάμεις, δρόμοι της επανάστασης, κόμμα της πρωτοπορίας, σχέση
με κινήματα, μορφή της εργατικής εξουσίας, κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής,
αποκέντρωση και σχέδιο, πρόβλημα φυσικών πόρων κ.λπ. Να ξεπεράσουμε τον
οικονομισμό και την αστική ιδεολογία της προόδου. Να επιχειρήσουμε μια σύνδεση
με τον κόσμο της τέχνης και με την τέχνη ως αξία καθεαυτή, και όχι ως
θεραπαινίδα της πολιτικής. Σε σχέση με τις υπόλοιπες συνιστώσες της ριζοσπαστικής
Αριστεράς: να ξεπεράσουμε τις απλές εκλογικές συνεργασίες. Μέσα από μια
ανοιχτή θεωρητική-πολιτική αντιπαράθεση, να φθάσουμε σε ουσιαστικότερες μορφές
συνεργασίας, με τελικό στόχο την υπέρβαση του κατακερματισμού και την
επαναθεμελίωση της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Αυτό που διακυβεύεται σήμερα είναι το σύνολο των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που η ανθρωπότητα κατέκτησε με αγώνες αιώνων. Ακόμα περισσότερο: η υποταγή της τεχνικής στο κέρδος και στον πόλεμο συνεπάγεται την καταστροφή του περιβάλλοντος και την εξάντληση των φυσικών αποθεμάτων. Ως συνέπεια, νέους πολέμους με ακραία, αλλά όχι απίθανη κατάληξη, μια πυρηνική καταστροφή.
Αυτό που διακυβεύεται σήμερα είναι το σύνολο των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που η ανθρωπότητα κατέκτησε με αγώνες αιώνων. Ακόμα περισσότερο: η υποταγή της τεχνικής στο κέρδος και στον πόλεμο συνεπάγεται την καταστροφή του περιβάλλοντος και την εξάντληση των φυσικών αποθεμάτων. Ως συνέπεια, νέους πολέμους με ακραία, αλλά όχι απίθανη κατάληξη, μια πυρηνική καταστροφή.
Μπροστά στο μέγεθος των προβλημάτων, των κινδύνων, αλλά και
των απελευθερωτικών δυνατοτήτων, θα θελήσουμε και θα μπορέσουμε να υπερβούμε
τους εαυτούς μας.
Πρώτο βήμα: μια οργανωτική συνδιάσκεψη του ΝΑΡ. Επί δώδεκα
χρόνια αποφεύγουμε να δούμε την κατάσταση της οργάνωσης.
Πηγή: ΚόκκινηΣημαία
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου